βαρόνος

βαρόνος
Τίτλος ευγενείας. Ο όρος προήλθε από την κελτική ή γερμανική λέξη baro, που σημαίνει άνθρωπος. Στα φιλολογικά κείμενα και τα ποιητικά έργα του 12ου και 13ου αι., ο τίτλος υπάρχει και αποδίδεται στους ανδρείους, τους ισχυρούς, τους άγιους και στον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Επιπλέον, την ίδια εποχή, αποκαλούσαν β. και τον σύζυγο. Μετά τον 12o αι., τον τίτλο του β. έφεραν όλοι εκείνοι που κατείχαν τιμάρια, τα οποία τους είχαν δοθεί απευθείας από τον βασιλιά. Στα τέλη του 13ου αι., οι β. ήταν ισότιμοι με τους πατρικίους και ανώτεροι κατά την τάξη από τους κόμητες. Στα χρόνια εκείνα, τον τίτλο του β. είχαν και οι τιμαριούχοι ευπατρίδες, οι οποίοι είχαν άμεση εξάρτηση από τον βασιλιά. Στους δύο τελευταίους αιώνες της μοναρχίας στη Γαλλία, ο κόμης ήταν ανώτερος κατά τον τίτλο από τον β. Στην περίοδο αυτή ο τίτλος δεν είχε πια τόση σημασία και μπορούσε να απονεμηθεί μ’ ένα απλό βασιλικό γράμμα και σε κάποιον που δεν είχε τιμάριο. Τον Ιούνιο του 1790, η Γαλλική επανάσταση κατάργησε όλους τους τίτλους ευγενείας, αλλά το 1808 ο Ναπολέων Α’ τους αναβίωσε. Αυτή τη φορά, ο τίτλος του β. ήταν μια απλή τιμητική διάκριση, που έφεραν ανώτατοι δικαστικοί, κληρικοί, στρατιωτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι. Στην Αγγλία, ο βασιλιάς Ριχάρδος Β’ πρώτος απένειμε το 1387 τον τίτλο του β. με γράμμα, και από τότε τον μιμήθηκαν όλοι οι διάδοχοί του. Στη Γερμανία, κατά τον 12o και 13o αι. β. ήταν όλοι εκείνοι που κατοικούσαν στο τιμάριο κάποιου άρχοντα. Αργότερα, ο τίτλος δινόταν και σε αυτούς που είχαν ελεύθερες από κάθε φεουδαρχική εξάρτηση εκτάσεις γης και κατάντησε συνώνυμος του δεσπότη. Τελικά, οι β. της Γερμανίας αποτέλεσαν την κατώτατη τάξη των ευγενών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαρόνος — ο 1. τίτλος ευγενείας από το φεουδαρχικό σύστημα του μεσαίωνα στην Ευρώπη, κατώτερος από τον κόμη. 2. μτφ., αυτός που έχει μεγάλη και ανεξέλεγκτη δύναμη ή επιρροή σε συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων: Οι βαρόνοι της κοκαΐνης δρουν πια ανεξέλεγκτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κουμπερτέν, βαρόνος Πιερ ντε- — (baron Pierre de Coubertin, Παρίσι 1863 – Γενεύη 1937). Γάλλος συγγραφέας και παιδαγωγός, εισηγητής της αναβίωσης των Ολυμπιακών αγώνων. Από το 1887 αφοσιώθηκε στην αναμόρφωση της σωματικής αγωγής και στη διδασκαλία της στα σχολεία. Για το θέμα… …   Dictionary of Greek

  • Βράνγκελ, Πιοτρ Νικολάγιεβιτς, βαρόνος — (Baron Piotr Nikolayevich Wrangel, 1878 – 1928). Ρώσος στρατηγός. Σπούδασε μεταλλειολόγος και κατατάχτηκε εθελοντής στο σύνταγμα έφιππης φρουράς της Πετρούπολης. Το 1902 έγινε αξιωματικός και πήρε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, όπως αργότερα και …   Dictionary of Greek

  • Βράνγκελ, Φέρντιναντ Πέτροβιτς φον-, βαρόνος — (Baron Ferdinand Petrovich von Wrangel, 1796 – 1870). Ρώσος αξιωματικός του ναυτικού, εξερευνητής και αξιωματούχος. Ο Β. υπήρξε επικεφαλής μιας ναυτικής εξερευνητικής ομάδας της Αρκτικής, κατά τη δεκαετία του 1820, ενώ συγχρόνως διετέλεσε και… …   Dictionary of Greek

  • Λαρέ, Ντομινίκ-Ζαν, βαρόνος του- — (Dominique Jean baron de Larrey, 1766 – 1842). Γάλλος στρατιωτικός γιατρός και ακαδημαϊκός. Ακολούθησε τον Μεγάλο Ναπολέοντα σε όλες τις εκστρατείες του. Ήταν πολύ δραστήριος και για τον λόγο αυτό είχε ονομαστεί «θεία πρόνοια του στρατιώτη». Ο Λ …   Dictionary of Greek

  • Μινχάουζεν, Καρλ Χιερόνιμους βαρόνος του- — (Karl Hieronymus Baron von Mόnchhausen, 1720 – 1797). Γερμανός αξιωματικός, που έγινε διάσημος για τις τερατολογίες του. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του ιππικού στον ρωσικό στρατό και πολέμησε εναντίον των Τούρκων. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του το …   Dictionary of Greek

  • Μοντεσκιέ, Σαρλ Λουί ντε Σεκοντά, βαρόνος της Λα Μπρεντ και του- — (Charles Louis de Secondat, baron de La Brent et de Montesquieu, Λα Μπρεντ, Μπορντό 1869 – Παρίσι 1755). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας δοκιμίων από τους επιφανέστερους εκπρόσωπους του Διαφωτισμού. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έκανε… …   Dictionary of Greek

  • Σιλί, Μαξιμιλιανός ντε Μπετίν, βαρόνος του Ρονί, δούκας του- — (Sully). Γάλλος πολιτικός (Ρονί σιρ Σεν, Παρίσι 1559 Βιλμπόν Μπεάνς 1641). Δωδεκαετής μπήκε στην Αυλή του Ερρίκου της Ναβάρας ο οποίος ανάλαβε τη μόρφωσή του. Φανατικός διαμαρτυρόμενος γλίτωσε από θαύμα στη σφαγή της νύχτας του Άγιου Βαρθολομαίου …   Dictionary of Greek

  • Σίμπελ, Χάινριχ φον-βαρόνος — (Sybel). Γερμανός ιστορικός (Ντύσελντορφ 1817 – Μαρβούργο 1895). Υπήρξε μαθητής του Ράνκε και αργότερα δίδαξε στη Βόννη από το 1845, στο Μαρβούργο από το 1856, στο Μόναχο από το 1861 και πάλι στη Βόννη από το 1875. Το 1875 ήταν διευθυντής των… …   Dictionary of Greek

  • Χάινιτς, Φρίντριχ - Άντον βαρόνος του- — (Heinitz, 1725 – 1802). Γερμανός μεταλλειολόγος και οικονομολόγος. Σπούδασε στη Δρέσδη και στο Φρίμπουργκ και μετά το τέλος των σπουδών του αρχικά εργάστηκε σε διάφορες επιχειρήσεις. Το 1763 διορίστηκε γενικός διευθυντής των μεταλλουργικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”